ακρόβαθρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακρόβαθρο | τα | ακρόβαθρα |
| γενική | του | ακρόβαθρου & ακροβάθρου |
των | ακρόβαθρων & ακροβάθρων |
| αιτιατική | το | ακρόβαθρο | τα | ακρόβαθρα |
| κλητική | ακρόβαθρο | ακρόβαθρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ακρόβαθρο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) το ακριανό βάθρο στήριξης μιας γέφυρας
- ※ Τόσο η εξωτερική παρειά της λιθοδομής των ακροβάθρων όσο και οι θολίτες του κεντρικού τόξου είναι κατασκευασμένα από καλά λαξευμένους πώρινους δομόλιθους. (* enet.gr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.