ακροθαλάσσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακροθαλάσσιος η ακροθαλάσσια το ακροθαλάσσιο
      γενική του ακροθαλάσσιου της ακροθαλάσσιας του ακροθαλάσσιου
    αιτιατική τον ακροθαλάσσιο την ακροθαλάσσια το ακροθαλάσσιο
     κλητική ακροθαλάσσιε ακροθαλάσσια ακροθαλάσσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακροθαλάσσιοι οι ακροθαλάσσιες τα ακροθαλάσσια
      γενική των ακροθαλάσσιων των ακροθαλάσσιων των ακροθαλάσσιων
    αιτιατική τους ακροθαλάσσιους τις ακροθαλάσσιες τα ακροθαλάσσια
     κλητική ακροθαλάσσιοι ακροθαλάσσιες ακροθαλάσσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακροθαλάσσιος < ακρο- + θάλασσ(α) + -ιος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.θaˈla.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροθαλάσσιος

Επίθετο

ακροθαλάσσιος, -α, -ο

  • (λογοτεχνικό) που βρίσκεται στην ακροθαλασσιά
      Τ’ άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου / ναού, στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάι, / χορταριασμένα κείτονται. Γελάει / γύρου ομορφάδα κόσμου πάντα νέου.
    Λορέντζος Μαβίλης, Καρδάκι, 1915

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.