ακροάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακροάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροάζομαι < μεταπλασμένος τύπος του ἀκροάομαι / ἀκροῶμαι [1]
- για τον ιατρικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ausculter [2]

γιατρός που ακροάζεται ασθενή
Ρήμα
ακροάζομαι, αόρ.: ακροάστηκα (αποθετικό ρήμα)
- ακούω πάρα πολύ προσεκτικά κάτι
- (ειδικότερα, ιατρική) εξετάζω ασθενή ακούγοντας τους ήχους που δημιουργούνται στο θώρακα ή την κοιλιακή χώρα με ή χωρίς ειδικό ακουστικό
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακροάζομαι | ακροαζόμουν(α) | θα ακροάζομαι | να ακροάζομαι | ||
| β' ενικ. | ακροάζεσαι | ακροαζόσουν(α) | θα ακροάζεσαι | να ακροάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ακροάζεται | ακροαζόταν(ε) | θα ακροάζεται | να ακροάζεται | ||
| α' πληθ. | ακροαζόμαστε | ακροαζόμαστε ακροαζόμασταν |
θα ακροαζόμαστε | να ακροαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ακροάζεστε | ακροαζόσαστε ακροαζόσασταν |
θα ακροάζεστε | να ακροάζεστε | (ακροάζεστε) | |
| γ' πληθ. | ακροάζονται | ακροάζονταν ακροαζόντουσαν |
θα ακροάζονται | να ακροάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακροάστηκα | θα ακροαστώ | να ακροαστώ | ακροαστεί | ||
| β' ενικ. | ακροάστηκες | θα ακροαστείς | να ακροαστείς | ακροάσου | ||
| γ' ενικ. | ακροάστηκε | θα ακροαστεί | να ακροαστεί | |||
| α' πληθ. | ακροαστήκαμε | θα ακροαστούμε | να ακροαστούμε | |||
| β' πληθ. | ακροαστήκατε | θα ακροαστείτε | να ακροαστείτε | ακροαστείτε | ||
| γ' πληθ. | ακροάστηκαν ακροαστήκαν(ε) |
θα ακροαστούν(ε) | να ακροαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ακροαστεί | είχα ακροαστεί | θα έχω ακροαστεί | να έχω ακροαστεί | ακροασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ακροαστεί | είχες ακροαστεί | θα έχεις ακροαστεί | να έχεις ακροαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ακροαστεί | είχε ακροαστεί | θα έχει ακροαστεί | να έχει ακροαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακροαστεί | είχαμε ακροαστεί | θα έχουμε ακροαστεί | να έχουμε ακροαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ακροαστεί | είχατε ακροαστεί | θα έχετε ακροαστεί | να έχετε ακροαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακροαστεί | είχαν ακροαστεί | θα έχουν ακροαστεί | να έχουν ακροαστεί | ||
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ακροάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.