ακροαστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

ακροαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ιατρική) ένδειξη πάθησης
    • πήγα στο γιατρό και μου βρήκε ακροαστικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ακροαστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.