ακροαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ακροαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιατρική) ένδειξη πάθησης
- πήγα στο γιατρό και μου βρήκε ακροαστικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.