ακούρευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακούρευτος η ακούρευτη το ακούρευτο
      γενική του ακούρευτου της ακούρευτης του ακούρευτου
    αιτιατική τον ακούρευτο την ακούρευτη το ακούρευτο
     κλητική ακούρευτε ακούρευτη ακούρευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακούρευτοι οι ακούρευτες τα ακούρευτα
      γενική των ακούρευτων των ακούρευτων των ακούρευτων
    αιτιατική τους ακούρευτους τις ακούρευτες τα ακούρευτα
     κλητική ακούρευτοι ακούρευτες ακούρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακούρευτος < α- στερητικό + κουρεύω + -τος

Επίθετο

ακούρευτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.