ακοόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακοόγραμμα | τα | ακοογράμματα |
| γενική | του | ακοογράμματος | των | ακοογραμμάτων |
| αιτιατική | το | ακοόγραμμα | τα | ακοογράμματα |
| κλητική | ακοόγραμμα | ακοογράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακοόγραμμα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική . Μορφολογικά, ακο(ή} + -ο-] + γράμμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.koˈo.ɣɾa.ma/
Ουσιαστικό
ακοόγραμμα ουδέτερο
- γραφική παράσταση η οποία παράγεται από ένα ακοόμετρο μετά τη διεξαγωγή μιας ακοομέτρησης, που δείχνει την οξύτητα της ακοής
Συγγενικά
- ακοή
- ακοομετρία
- και → δείτε τη λέξη ακούω
Σημειώσεις
- το ακοόγραμμα παρέχει τις τιμές του κατωφλίου ακοής στις διάφορες συχνότητες της ακουστής περιοχής συχνοτήτων με αναφορά την τιμή του κανονικού κατωφλίου ακοής
- εσφαλμένη γραφή ακουόγραμμα από παρετυμολόγηση (ακού(ω)+γράμμα)[1]
Αναφορές
- ακοόγραμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.