ακοομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακοομετρία οι ακοομετρίες
      γενική της ακοομετρίας των ακοομετριών
    αιτιατική την ακοομετρία τις ακοομετρίες
     κλητική ακοομετρία ακοομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακοομετρία < ακοόμετρο < ακοή + -μετρο

Ουσιαστικό

ακοομετρία θηλυκό

  • πεδίο της ακουστικής που ασχολείται με τη μέτρηση ακουστικών μεγεθών που αφορούν την ανθρώπινη ακοή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.