ακουστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακουστικότητα οι ακουστικότητες
      γενική της ακουστικότητας των ακουστικοτήτων
    αιτιατική την ακουστικότητα τις ακουστικότητες
     κλητική ακουστικότητα ακουστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακουστικότητα < ακουστικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ακουστικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ακουστικού
  2. ακουστική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.