ακουστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακουστική | ||
| γενική | της | ακουστικής | ||
| αιτιατική | την | ακουστική | ||
| κλητική | ακουστική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακουστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acoustique < αρχαία ελληνική ἀκουστικόν < ἀκουστικός < ἀκούω
Ουσιαστικό
ακουστική θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ακούω
-
ακουστική στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
επιστημονικός κλάδος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ακουστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ακουστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.