ακοστάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακοστάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική accostare < μεσαιωνική λατινική accosto < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-

Ρήμα

ακοστάρω

  1. (ναυτικός όρος) (για πλοίο) πλευρίζω (στην ακτή ή σε άλλο πλεούμενο)
     συνώνυμα: διπλαρώνω, πλευρίζω, παραπλέω
  2. (μεταφορικά) φλερτάρω
     συνώνυμα: ερωτοτροπώ, κορτάρω, διπλαρώνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.