κοστάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοστάρω < ακοστάρω
Ρήμα
κοστάρω
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του ακοστάρω
- Κοστάρω κι όλο με τραβάει μακριά το καραντί (Νίκος Καββαδίας, Fresco, απ' τη συλλογή Τραβέρσο)
Μεταφράσεις
κοστάρω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.