ακομπανιάριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακομπανιάριστος η ακομπανιάριστη το ακομπανιάριστο
      γενική του ακομπανιάριστου της ακομπανιάριστης του ακομπανιάριστου
    αιτιατική τον ακομπανιάριστο την ακομπανιάριστη το ακομπανιάριστο
     κλητική ακομπανιάριστε ακομπανιάριστη ακομπανιάριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακομπανιάριστοι οι ακομπανιάριστες τα ακομπανιάριστα
      γενική των ακομπανιάριστων των ακομπανιάριστων των ακομπανιάριστων
    αιτιατική τους ακομπανιάριστους τις ακομπανιάριστες τα ακομπανιάριστα
     κλητική ακομπανιάριστοι ακομπανιάριστες ακομπανιάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακομπανιάριστος < ακομπαωνιάρ(ω) + -ιστος ή ακομπανιάρω, ακομπανιαρισ- + -τος < ιταλική accompagnare

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kom.paˈɲa.ɾi.stos/ (η προφορά του ⟨μπ⟩ κατα την ιταλική προφορά
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακομπανιάριστος

Επίθετο

ακομπανιάριστος, -η, -ο [1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ακομπανιάριστος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.