α καπέλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- α καπέλα < ιταλική a cappella < alla cappella (με τον τρόπο του παρεκκλησίου Καπέλα Σιστίνα) < λατινική cappa < caput
- a capella (όπως στα ιταλικά)
- ακαπέλλα
Μεταφράσεις
- α καπέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.