ακοκκίνιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακοκκίνιστος η ακοκκίνιστη το ακοκκίνιστο
      γενική του ακοκκίνιστου της ακοκκίνιστης του ακοκκίνιστου
    αιτιατική τον ακοκκίνιστο την ακοκκίνιστη το ακοκκίνιστο
     κλητική ακοκκίνιστε ακοκκίνιστη ακοκκίνιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακοκκίνιστοι οι ακοκκίνιστες τα ακοκκίνιστα
      γενική των ακοκκίνιστων των ακοκκίνιστων των ακοκκίνιστων
    αιτιατική τους ακοκκίνιστους τις ακοκκίνιστες τα ακοκκίνιστα
     κλητική ακοκκίνιστοι ακοκκίνιστες ακοκκίνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακοκκίνιστος < α- + κοκκινίζω + -τος

Επίθετο

ακοκκίνιστος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.