ακατάδεκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάδεκτος | η | ακατάδεκτη | το | ακατάδεκτο |
| γενική | του | ακατάδεκτου | της | ακατάδεκτης | του | ακατάδεκτου |
| αιτιατική | τον | ακατάδεκτο | την | ακατάδεκτη | το | ακατάδεκτο |
| κλητική | ακατάδεκτε | ακατάδεκτη | ακατάδεκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάδεκτοι | οι | ακατάδεκτες | τα | ακατάδεκτα |
| γενική | των | ακατάδεκτων | των | ακατάδεκτων | των | ακατάδεκτων |
| αιτιατική | τους | ακατάδεκτους | τις | ακατάδεκτες | τα | ακατάδεκτα |
| κλητική | ακατάδεκτοι | ακατάδεκτες | ακατάδεκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατάδεκτος < λόγια επίδραση στο ακατάδεχτος με τροπή [xt] > [kt] < μεσαιωνική ελληνική ἀκατάδεκτος < → δείτε τη λέξη ακατάδεχτος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈta.ðe.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τά‐δε‐κτος
Μεταφράσεις
ακατάδεκτος
|
Αναφορές
- ακατάδεκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.