ακατάδεκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάδεκτος η ακατάδεκτη το ακατάδεκτο
      γενική του ακατάδεκτου της ακατάδεκτης του ακατάδεκτου
    αιτιατική τον ακατάδεκτο την ακατάδεκτη το ακατάδεκτο
     κλητική ακατάδεκτε ακατάδεκτη ακατάδεκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάδεκτοι οι ακατάδεκτες τα ακατάδεκτα
      γενική των ακατάδεκτων των ακατάδεκτων των ακατάδεκτων
    αιτιατική τους ακατάδεκτους τις ακατάδεκτες τα ακατάδεκτα
     κλητική ακατάδεκτοι ακατάδεκτες ακατάδεκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακατάδεκτος < λόγια επίδραση στο ακατάδεχτος με τροπή [xt] > [kt] < μεσαιωνική ελληνική ἀκατάδεκτος <  δείτε τη λέξη ακατάδεχτος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kaˈta.ðe.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακατάδεκτος

Επίθετο

ακατάδεκτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.