ἀκατάδεκτος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀκατάδεκτος, λέξη του 7ου αιώνα < ἀ- στερητικό + (καταδέχομαι) καταδεκ- + -τος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ακατάδεχτος > ακατάδεκτος

Επίθετο

ἀκατάδεκτος, -η, -ον

Συγγενικά

  • ἀκαταδεξοσύνη

 και δείτε τις λέξεις καταδέχομαι και δέχομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.