ακανθοστεφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακανθοστεφής η ακανθοστεφής το ακανθοστεφές
      γενική του ακανθοστεφούς* της ακανθοστεφούς του ακανθοστεφούς
    αιτιατική τον ακανθοστεφή την ακανθοστεφή το ακανθοστεφές
     κλητική ακανθοστεφή(ς) ακανθοστεφής ακανθοστεφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακανθοστεφείς οι ακανθοστεφείς τα ακανθοστεφή
      γενική των ακανθοστεφών των ακανθοστεφών των ακανθοστεφών
    αιτιατική τους ακανθοστεφείς τις ακανθοστεφείς τα ακανθοστεφή
     κλητική ακανθοστεφείς ακανθοστεφείς ακανθοστεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακανθοστεφής < αρχαία ελληνική ἀκανθοστεφής για είδος ψαριού < ἄκανθα και στέφος

Επίθετο

ακανθοστεφής, -ής, -ές

  1. (παρωχημένο) που του έβαλαν στέμμα από αγκάθια
  2. (παρωχημένο) που έχει πολλά αγκάθια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.