ακαθισιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαθισιά οι ακαθισιές
      γενική της ακαθισιάς των ακαθισιών
    αιτιατική την ακαθισιά τις ακαθισιές
     κλητική ακαθισιά ακαθισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό'
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαθισιά < α- + καθισ- (καθίζω) + -ιά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ka.θiˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακαθισιά

Ουσιαστικό

ακαθισιά θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.