αιτιατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτιατός η αιτιατή το αιτιατό
      γενική του αιτιατού της αιτιατής του αιτιατού
    αιτιατική τον αιτιατό την αιτιατή το αιτιατό
     κλητική αιτιατέ αιτιατή αιτιατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτιατοί οι αιτιατές τα αιτιατά
      γενική των αιτιατών των αιτιατών των αιτιατών
    αιτιατική τους αιτιατούς τις αιτιατές τα αιτιατά
     κλητική αιτιατοί αιτιατές αιτιατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιτιατός < αρχαία ελληνική αἰτιατός

Επίθετο

αιτιατός

  1. που παράγεται από κάποια αιτία, το αποτέλεσμα κάποιας αιτίας
  2. (θεωρία συστημάτων) σύστημα που οι έξοδοί του εξαρτώνται μόνο από προηγούμενες ή τρέχουσες εισόδους
  3. (ουσιαστικοποιημένο) αιτιατό(ν): το αποτέλεσμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.