αιμοκυανίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοκυανίνη οι αιμοκυανίνες
      γενική της αιμοκυανίνης των αιμοκυανινών
    αιτιατική την αιμοκυανίνη τις αιμοκυανίνες
     κλητική αιμοκυανίνη αιμοκυανίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιμοκυανίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hémocyanine + -ίνη < αρχαία ελληνική αἷμα + κῠᾰνέος / κῠᾰνοῦς

Ουσιαστικό

αιμοκυανίνη θηλυκό

  • Hemocyanin στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.