αιμοκυανίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιμοκυανίνη | οι | αιμοκυανίνες |
| γενική | της | αιμοκυανίνης | των | αιμοκυανινών |
| αιτιατική | την | αιμοκυανίνη | τις | αιμοκυανίνες |
| κλητική | αιμοκυανίνη | αιμοκυανίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμοκυανίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hémocyanine + -ίνη < αρχαία ελληνική αἷμα + κῠᾰνέος / κῠᾰνοῦς
Ουσιαστικό
αιμοκυανίνη θηλυκό
- (βιολογία) πρωτεΐνη που βρίσκεται σε ορισμένα αιμοσφαίρια αρθρόποδων ή ασπόνδυλων και λειτουργεί παρόμοια με την αιμοσφαιρίνη στους ανθρώπους
-
Hemocyanin στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αιμοκυανίνη
Πηγές
- αιμοκυανίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αιμοκυανίνη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.