αιγυπτιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιγυπτιολογία | οι | αιγυπτιολογίες |
| γενική | της | αιγυπτιολογίας | των | αιγυπτιολογιών |
| αιτιατική | την | αιγυπτιολογία | τις | αιγυπτιολογίες |
| κλητική | αιγυπτιολογία | αιγυπτιολογίες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιγυπτιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική egyptology < Αίγυπτ(ος), κατά το Αιγύπτι(ος) + -ο- + -λογία[1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1899
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ʝi.pti.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐γυ‐πτο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
αιγυπτιολογία θηλυκό
- (αρχαιολογία) ο κλάδος της επιστήμης που έχει ως αντικείμενο μελέτης του τον αιγυπτιακό πολιτισμό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αιγυπτιολογία
Αναφορές
- αιγυπτιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.