αιγιαλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιγιαλός οι αιγιαλοί
      γενική του αιγιαλού των αιγιαλών
    αιτιατική τον αιγιαλό τους αιγιαλούς
     κλητική αιγιαλέ αιγιαλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιγιαλός < αρχαία ελληνική αἰγιαλός < αἶξ (πληθυντικός: αἶγες = κύματα) + ἅλς (γενική: ἁλός, θάλασσα)

Ουσιαστικό

αιγιαλός αρσενικό

  1. η παραλιακή θαλάσσια ζώνη
  2. ο γιαλός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.