αθώωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθώωση οι αθωώσεις
      γενική της αθώωσης* των αθωώσεων
    αιτιατική την αθώωση τις αθωώσεις
     κλητική αθώωση αθωώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθωώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αθώωση < αθωώνω

Ουσιαστικό

αθώωση θηλυκό

  1. δικαστική απόφαση στην οποία αποφασίζεται ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος
  2. απαλλαγή από την ευθύνη για κάποιο σοβαρό λάθος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.