αθωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αθωνικός | η | αθωνική | το | αθωνικό |
| γενική | του | αθωνικού | της | αθωνικής | του | αθωνικού |
| αιτιατική | τον | αθωνικό | την | αθωνική | το | αθωνικό |
| κλητική | αθωνικέ | αθωνική | αθωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αθωνικοί | οι | αθωνικές | τα | αθωνικά |
| γενική | των | αθωνικών | των | αθωνικών | των | αθωνικών |
| αιτιατική | τους | αθωνικούς | τις | αθωνικές | τα | αθωνικά |
| κλητική | αθωνικοί | αθωνικές | αθωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αθωνικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἄθων + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θω‐νι‐κός
Μεταφράσεις
αθωνικός
|
→ δείτε τη λέξη αγιορείτικος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.