αθλοθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθλοθέτηση | οι | αθλοθετήσεις |
| γενική | της | αθλοθέτησης* | των | αθλοθετήσεων |
| αιτιατική | την | αθλοθέτηση | τις | αθλοθετήσεις |
| κλητική | αθλοθέτηση | αθλοθετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αθλοθετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θloˈθe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θλο‐θέ‐τη‐ση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αθλοθέτηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.