αθηναιοκεντρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθηναιοκεντρικός η αθηναιοκεντρική το αθηναιοκεντρικό
      γενική του αθηναιοκεντρικού της αθηναιοκεντρικής του αθηναιοκεντρικού
    αιτιατική τον αθηναιοκεντρικό την αθηναιοκεντρική το αθηναιοκεντρικό
     κλητική αθηναιοκεντρικέ αθηναιοκεντρική αθηναιοκεντρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθηναιοκεντρικοί οι αθηναιοκεντρικές τα αθηναιοκεντρικά
      γενική των αθηναιοκεντρικών των αθηναιοκεντρικών των αθηναιοκεντρικών
    αιτιατική τους αθηναιοκεντρικούς τις αθηναιοκεντρικές τα αθηναιοκεντρικά
     κλητική αθηναιοκεντρικοί αθηναιοκεντρικές αθηναιοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αθηναιοκεντρικός < Αθηναί(ος) + -ο- + κεντρικός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.θi.ne.o.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αθηναιοκεντρικός

Επίθετο

αθηναιοκεντρικός, -ή, -ό

  • άλλη μορφή του αθηνοκεντρικός
      Κάτοικος Αλεξανδρουπόλεως τότε εγώ, οπότε τα τουρκικά ερτζιανά έφταναν απείρως πιο ευκρινή απ' τα αθηναιοκεντρικά στο ραδιόφωνο-έπιπλο του σπιτιού μας.
    Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα]

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.