αζαχάρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζαχάρωτος η αζαχάρωτη το αζαχάρωτο
      γενική του αζαχάρωτου της αζαχάρωτης του αζαχάρωτου
    αιτιατική τον αζαχάρωτο την αζαχάρωτη το αζαχάρωτο
     κλητική αζαχάρωτε αζαχάρωτη αζαχάρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζαχάρωτοι οι αζαχάρωτες τα αζαχάρωτα
      γενική των αζαχάρωτων των αζαχάρωτων των αζαχάρωτων
    αιτιατική τους αζαχάρωτους τις αζαχάρωτες τα αζαχάρωτα
     κλητική αζαχάρωτοι αζαχάρωτες αζαχάρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αζαχάρωτος < α- + ζαχαρώ(νω) + -τος

Επίθετο

αζαχάρωτος, -η, -ο

  1. που δεν (περι)έχει ζάχαρη
  2. που η ζάχαρη που περιέχει δεν έχει αποκτήσει κρυσταλλική δομή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.