αζαχάρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αζαχάρωτος | η | αζαχάρωτη | το | αζαχάρωτο |
| γενική | του | αζαχάρωτου | της | αζαχάρωτης | του | αζαχάρωτου |
| αιτιατική | τον | αζαχάρωτο | την | αζαχάρωτη | το | αζαχάρωτο |
| κλητική | αζαχάρωτε | αζαχάρωτη | αζαχάρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αζαχάρωτοι | οι | αζαχάρωτες | τα | αζαχάρωτα |
| γενική | των | αζαχάρωτων | των | αζαχάρωτων | των | αζαχάρωτων |
| αιτιατική | τους | αζαχάρωτους | τις | αζαχάρωτες | τα | αζαχάρωτα |
| κλητική | αζαχάρωτοι | αζαχάρωτες | αζαχάρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αζαχάρωτος < α- + ζαχαρώ(νω) + -τος
Επίθετο
αζαχάρωτος, -η, -ο
- που δεν (περι)έχει ζάχαρη
- που η ζάχαρη που περιέχει δεν έχει αποκτήσει κρυσταλλική δομή
Μεταφράσεις
αζαχάρωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.