αεροσταθμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεροσταθμός οι αεροσταθμοί
      γενική του αεροσταθμού των αεροσταθμών
    αιτιατική τον αεροσταθμό τους αεροσταθμούς
     κλητική αεροσταθμέ αεροσταθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροσταθμός < αερο- + σταθμός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.staˈθmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεροσταθμός

Ουσιαστικό

αεροσταθμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αεροσταθμός -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.