αεροσταθμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αεροσταθμός | οι | αεροσταθμοί |
| γενική | του | αεροσταθμού | των | αεροσταθμών |
| αιτιατική | τον | αεροσταθμό | τους | αεροσταθμούς |
| κλητική | αεροσταθμέ | αεροσταθμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.staˈθmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐στα‐θμός
Ουσιαστικό
αεροσταθμός αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) εγκατάσταση σε αεροδρόμιο όπου γίνεται η φόρτωση και εκφόρτωση επιβατών ή εμπορευμάτων σε αεροσκάφη
Μεταφράσεις
αεροσταθμός
Αναφορές
- αεροσταθμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.