αερομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αερομαχία οι αερομαχίες
      γενική της αερομαχίας των αερομαχιών
    αιτιατική την αερομαχία τις αερομαχίες
     κλητική αερομαχία αερομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερομαχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀερομαχία, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική air battle [1] Μορφολογικά, αερο- + -μαχία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.maˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αερομαχία

Ουσιαστικό

αερομαχία θηλυκό

  • (αεροπορικός όρος) η εμπλοκή σε μάχη δυο ή περισσότερων εχθρικών μαχητικών στον αέρα σε κοντινή απόσταση με ή χωρίς εξαπόλυση πυρών μεταξύ τους

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.