αεροκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αεροκίνητος | η | αεροκίνητη | το | αεροκίνητο |
| γενική | του | αεροκίνητου | της | αεροκίνητης | του | αεροκίνητου |
| αιτιατική | τον | αεροκίνητο | την | αεροκίνητη | το | αεροκίνητο |
| κλητική | αεροκίνητε | αεροκίνητη | αεροκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αεροκίνητοι | οι | αεροκίνητες | τα | αεροκίνητα |
| γενική | των | αεροκίνητων | των | αεροκίνητων | των | αεροκίνητων |
| αιτιατική | τους | αεροκίνητους | τις | αεροκίνητες | τα | αεροκίνητα |
| κλητική | αεροκίνητοι | αεροκίνητες | αεροκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αεροκίνητος < αρχαία ελληνική ἀεροκίνητος, μορφολογικά αναλύεται αερο- + -κίνητος
Μεταφράσεις
αεροκίνητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.