αεροβάπτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροβάπτισμα τα αεροβαπτίσματα
      γενική του αεροβαπτίσματος των αεροβαπτισμάτων
    αιτιατική το αεροβάπτισμα τα αεροβαπτίσματα
     κλητική αεροβάπτισμα αεροβαπτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροβάπτισμα < αέρας + βάπτισμα

Ουσιαστικό

αεροβάπτισμα ουδέτερο

  • εξαιρετική διαδικασία βάπτισης («κατ' οικονομίαν») όταν κινδυνεύει η ζωή αβάπτιστου νηπίου, που κατά την Ορθόδοξη εκκλησία μπορεί να τελεστεί από οποιονδήποτε Χριστιανό ή Χριστιανή, χωρίς την τριπλή καταβύθιση και ανάδυση του μωρού στο αγιασμένο νερό της κολυμπήθρας (δηλ. τέλεση της βάπτισης «στον αέρα»)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.