αεραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αεραγωγός | οι | αεραγωγοί |
| γενική | του | αεραγωγού | των | αεραγωγών |
| αιτιατική | τον | αεραγωγό | τους | αεραγωγούς |
| κλητική | αεραγωγέ | αεραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεραγωγός < αερ- + αγωγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική porte-vent[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.e.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρα‐γω‐γός
Ουσιαστικό
αεραγωγός αρσενικό
Αναφορές
- αεραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.