αδογμάτιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδογμάτιστος η αδογμάτιστη το αδογμάτιστο
      γενική του αδογμάτιστου της αδογμάτιστης του αδογμάτιστου
    αιτιατική τον αδογμάτιστο την αδογμάτιστη το αδογμάτιστο
     κλητική αδογμάτιστε αδογμάτιστη αδογμάτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδογμάτιστοι οι αδογμάτιστες τα αδογμάτιστα
      γενική των αδογμάτιστων των αδογμάτιστων των αδογμάτιστων
    αιτιατική τους αδογμάτιστους τις αδογμάτιστες τα αδογμάτιστα
     κλητική αδογμάτιστοι αδογμάτιστες αδογμάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδογμάτιστος < α- στερητικό + δογματίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αδογμάτιστος, -η, -ο

  • που δεν ακολουθεί πιστά ένα θρησκευτικό, πολιτικό, φιλοσοφικό κλπ δόγμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.