αδιατίμητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιατίμητος | η | αδιατίμητη | το | αδιατίμητο |
| γενική | του | αδιατίμητου | της | αδιατίμητης | του | αδιατίμητου |
| αιτιατική | τον | αδιατίμητο | την | αδιατίμητη | το | αδιατίμητο |
| κλητική | αδιατίμητε | αδιατίμητη | αδιατίμητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιατίμητοι | οι | αδιατίμητες | τα | αδιατίμητα |
| γενική | των | αδιατίμητων | των | αδιατίμητων | των | αδιατίμητων |
| αιτιατική | τους | αδιατίμητους | τις | αδιατίμητες | τα | αδιατίμητα |
| κλητική | αδιατίμητοι | αδιατίμητες | αδιατίμητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιατίμητος < καθαρεύουσα ἀδιατίμητος, -ος, -ον. Αναλύεται σε α- (στερητικό) + διατιμώ + -τος
Επίθετο
αδιατίμητος, -η, -ο
- (οικονομία, νομικός όρος) που δεν έχει διατιμηθεί σε χρήμα από την αγορανομία (βλ. λ. διατίμηση) ή που υφίσταται αδυναμία να διατιμηθεί
- αδιατίμητα εμπορεύματα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τιμή
Μεταφράσεις
αδιατίμητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.