ἀδεξιότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδεξιότης αἱ ἀδεξιότητες
      γενική τῆς ἀδεξιότητος τῶν ἀδεξιοτήτων
      δοτική τῇ ἀδεξιότητι ταῖς ἀδεξιότησι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀδεξιότητα τὰς ἀδεξιότητας
     κλητική ! ἀδεξιότης ἀδεξιότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀδεξιότης < ελληνιστική κοινή ἀδέξι(ος) + -ότης[1]

Ουσιαστικό

ἀδεξιότης θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.