αδίκαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδίκαστος η αδίκαστη το αδίκαστο
      γενική του αδίκαστου της αδίκαστης του αδίκαστου
    αιτιατική τον αδίκαστο την αδίκαστη το αδίκαστο
     κλητική αδίκαστε αδίκαστη αδίκαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδίκαστοι οι αδίκαστες τα αδίκαστα
      γενική των αδίκαστων των αδίκαστων των αδίκαστων
    αιτιατική τους αδίκαστους τις αδίκαστες τα αδίκαστα
     κλητική αδίκαστοι αδίκαστες αδίκαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδίκαστος < α- στερητικό + δικάζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αδίκαστος, -η, -ο

  • που δεν έχει ακόμα δικαστεί
      Στη συνέχεια, το κράτος έχασε και την ικανότητα να εφαρμόζει τον νόμο εξαιτίας της βαθμιαίας διάβρωσής του και της επικράτησης μιας ευρύτατης αρνησιδικίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία, το σύνολο των αδίκαστων υποθέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πλέον ξεπεράσει το όριο των 30.000 (Στάθης Ν. Καλύβας, Πού είμαστε και πού πάμε;: Διατρέχοντας την κρίση (2009-2016) και ατενίζοντας το μέλλον, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 )

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.