αγχογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγχογόνος | η | αγχογόνος & αγχογόνα |
το | αγχογόνο |
| γενική | του | αγχογόνου | της | αγχογόνου & αγχογόνας |
του | αγχογόνου |
| αιτιατική | τον | αγχογόνο | την | αγχογόνο & αγχογόνα |
το | αγχογόνο |
| κλητική | αγχογόνε | αγχογόνε & αγχογόνα |
αγχογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγχογόνοι | οι | αγχογόνοι & αγχογόνες |
τα | αγχογόνα |
| γενική | των | αγχογόνων | των | αγχογόνων | των | αγχογόνων |
| αιτιατική | τους | αγχογόνους | τις | αγχογόνους & αγχογόνες |
τα | αγχογόνα |
| κλητική | αγχογόνοι | αγχογόνοι & αγχογόνες |
αγχογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αγχογόνος, -ος, -ο
- που προκαλεί ή δημιουργεί άγχος
- Από τη φύση τους κάποια επαγγέλματα είναι περισσότερο αγχογόνα από κάποια άλλα. Γενικά, θεωρούνται ως περισσότερο αγχογόνα τα επαγγέλματα που συνεπάγονται επαφές ή σχέσεις με άλλους ανθρώπους, απαιτούν ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων ή επιφέρουν σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές ή άλλου είδους συνέπειες. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.