αγροτοδασικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροτοδασικός η αγροτοδασική το αγροτοδασικό
      γενική του αγροτοδασικού της αγροτοδασικής του αγροτοδασικού
    αιτιατική τον αγροτοδασικό την αγροτοδασική το αγροτοδασικό
     κλητική αγροτοδασικέ αγροτοδασική αγροτοδασικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροτοδασικοί οι αγροτοδασικές τα αγροτοδασικά
      γενική των αγροτοδασικών των αγροτοδασικών των αγροτοδασικών
    αιτιατική τους αγροτοδασικούς τις αγροτοδασικές τα αγροτοδασικά
     κλητική αγροτοδασικοί αγροτοδασικές αγροτοδασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγροτοδασικός < αγροτο- + δασικός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.ða.siˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγροτοδασικός

Επίθετο

αγροτοδασικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.