αγροτοδασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγροτοδασικός | η | αγροτοδασική | το | αγροτοδασικό |
| γενική | του | αγροτοδασικού | της | αγροτοδασικής | του | αγροτοδασικού |
| αιτιατική | τον | αγροτοδασικό | την | αγροτοδασική | το | αγροτοδασικό |
| κλητική | αγροτοδασικέ | αγροτοδασική | αγροτοδασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγροτοδασικοί | οι | αγροτοδασικές | τα | αγροτοδασικά |
| γενική | των | αγροτοδασικών | των | αγροτοδασικών | των | αγροτοδασικών |
| αιτιατική | τους | αγροτοδασικούς | τις | αγροτοδασικές | τα | αγροτοδασικά |
| κλητική | αγροτοδασικοί | αγροτοδασικές | αγροτοδασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγροτοδασικός < αγροτο- + δασικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.ða.siˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐το‐δα‐σι‐κός
Επίθετο
αγροτοδασικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που είναι αγροτικός και δασικός
- ※ Σε εξέλιξη βρίσκεται πυρκαγιά σε αγροτοδασική έκταση στην περιοχή Άγιος Νίκων στο Δήμο Δυτικής Μάνης, της Μεσσηνίας. (Φωτιά σε αγροτοδασική έκταση στον Άγιο Νίκωνα Μεσσηνίας, Τα Νέα, 4 Σεπτεμβρίου 2020)
Μεταφράσεις
αγροτοδασικός
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.