αγροκήπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγροκήπιο | τα | αγροκήπια |
| γενική | του | αγροκηπίου & αγροκήπιου |
των | αγροκηπίων |
| αιτιατική | το | αγροκήπιο | τα | αγροκήπια |
| κλητική | αγροκήπιο | αγροκήπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγροκήπιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγροκήπιον < ἀγρόκηπ(ος) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾoˈci.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐κή‐πι‐ο
Ουσιαστικό
αγροκήπιο ουδέτερο
- πρότυπο αγρόκτημα όπου εφαρμόζονται νέες, πειραματικές μέθοδοι ή/και αποτελεί μέρος των εγκαταστάσεων μιας σχολής
Μεταφράσεις
αγροκήπιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.