αγριόγατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγριόγατος | οι | αγριόγατοι |
| γενική | του | αγριόγατου | των | αγριόγατων |
| αιτιατική | τον | αγριόγατο | τους | αγριόγατους |
| κλητική | αγριόγατε | αγριόγατοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.