αγκιναρόχορτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγκιναρόχορτο | τα | αγκιναρόχορτα |
| γενική | του | αγκιναρόχορτου | των | αγκιναρόχορτων |
| αιτιατική | το | αγκιναρόχορτο | τα | αγκιναρόχορτα |
| κλητική | αγκιναρόχορτο | αγκιναρόχορτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκιναρόχορτο < αγκινάρ(α) + -ό- + -χορτο
Μεταφράσεις
αγκιναρόχορτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.