αγρωστοειδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αγρωστοειδή | ||
| γενική | των | αγρωστοειδών | ||
| αιτιατική | τα | αγρωστοειδή | ||
| κλητική | αγρωστοειδή | |||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγρωστοειδή < άγρωστη + -οειδή < αρχαία ελληνική ἄγρωστις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική graminées)
Μεταφράσεις
αγρωστοειδή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.