αγρατσούνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγρατσούνιστος | η | αγρατσούνιστη | το | αγρατσούνιστο |
| γενική | του | αγρατσούνιστου | της | αγρατσούνιστης | του | αγρατσούνιστου |
| αιτιατική | τον | αγρατσούνιστο | την | αγρατσούνιστη | το | αγρατσούνιστο |
| κλητική | αγρατσούνιστε | αγρατσούνιστη | αγρατσούνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγρατσούνιστοι | οι | αγρατσούνιστες | τα | αγρατσούνιστα |
| γενική | των | αγρατσούνιστων | των | αγρατσούνιστων | των | αγρατσούνιστων |
| αιτιατική | τους | αγρατσούνιστους | τις | αγρατσούνιστες | τα | αγρατσούνιστα |
| κλητική | αγρατσούνιστοι | αγρατσούνιστες | αγρατσούνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγρατσούνιστος < α- + γρατσουνίζω + -τος < (ηχομιμητική λέξη)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γρατσουνίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.