αγορανομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορανομία οι αγορανομίες
      γενική της αγορανομίας των αγορανομιών
    αιτιατική την αγορανομία τις αγορανομίες
     κλητική αγορανομία αγορανομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγορανομία < αγορανόμος

Ουσιαστικό

αγορανομία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.