αγορανομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγορανομία | οι | αγορανομίες |
| γενική | της | αγορανομίας | των | αγορανομιών |
| αιτιατική | την | αγορανομία | τις | αγορανομίες |
| κλητική | αγορανομία | αγορανομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγορανομία < αγορανόμος
Ουσιαστικό
αγορανομία θηλυκό
- αστυνομική υπηρεσία που ελέγχει την αγορά, τις τιμές και την ποιότητα των προϊόντων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.