αγορανομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγορανομικός | η | αγορανομική | το | αγορανομικό |
| γενική | του | αγορανομικού | της | αγορανομικής | του | αγορανομικού |
| αιτιατική | τον | αγορανομικό | την | αγορανομική | το | αγορανομικό |
| κλητική | αγορανομικέ | αγορανομική | αγορανομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγορανομικοί | οι | αγορανομικές | τα | αγορανομικά |
| γενική | των | αγορανομικών | των | αγορανομικών | των | αγορανομικών |
| αιτιατική | τους | αγορανομικούς | τις | αγορανομικές | τα | αγορανομικά |
| κλητική | αγορανομικοί | αγορανομικές | αγορανομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγορανομικός < αγορανομία + -ικός
Επίθετο
αγορανομικός, -ή, -ό
- (οικονομία): σχετικός με την αγορανομία
- με αγορανομική διάταξη ο υπουργός ανάπτυξης απαγόρευσε τη διακύμανση τιμών των αντισηπτικών και έθεσε ανώτατο πλαφόν
Μεταφράσεις
αγορανομικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.