αγορίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγορίσιος η αγορίσια το αγορίσιο
      γενική του αγορίσιου της αγορίσιας του αγορίσιου
    αιτιατική τον αγορίσιο την αγορίσια το αγορίσιο
     κλητική αγορίσιε αγορίσια αγορίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγορίσιοι οι αγορίσιες τα αγορίσια
      γενική των αγορίσιων των αγορίσιων των αγορίσιων
    αιτιατική τους αγορίσιους τις αγορίσιες τα αγορίσια
     κλητική αγορίσιοι αγορίσιες αγορίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγορίσιος < αγόρι + -ίσιος

Επίθετο

αγορίσιος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • αγορίσιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.