παρθενία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρθενία | οι | παρθενίες |
| γενική | της | παρθενίας | των | παρθενιών |
| αιτιατική | την | παρθενία | τις | παρθενίες |
| κλητική | παρθενία | παρθενίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρθενία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παρθενία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.