αχαριστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αχαριστία | οι | αχαριστίες |
| γενική | της | αχαριστίας | των | αχαριστιών |
| αιτιατική | την | αχαριστία | τις | αχαριστίες |
| κλητική | αχαριστία | αχαριστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αχαριστία θηλυκό
- η ιδιότητα του αχάριστου
- <<ἔπεσθαι δέ δοκεῖ μάλιστα τῇ ἀχαριστία καί ἡ ἀναισχυντία>>, Ξενοφών, Κύρου ανάβασις
Παροιμίες
- η θάλασσα και ο αχάριστος ποτέ τους δε χορταίνουν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.