αγκολέζικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκολέζικος η αγκολέζικη το αγκολέζικο
      γενική του αγκολέζικου της αγκολέζικης του αγκολέζικου
    αιτιατική τον αγκολέζικο την αγκολέζικη το αγκολέζικο
     κλητική αγκολέζικε αγκολέζικη αγκολέζικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκολέζικοι οι αγκολέζικες τα αγκολέζικα
      γενική των αγκολέζικων των αγκολέζικων των αγκολέζικων
    αιτιατική τους αγκολέζικους τις αγκολέζικες τα αγκολέζικα
     κλητική αγκολέζικοι αγκολέζικες αγκολέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγκολέζικος < Αγκολέζ(ος) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.goˈle.zi/ & /kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκολέζικος

Επίθετο

αγκολέζικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.