αγιοταφιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγιοταφιτικός | η | αγιοταφιτική | το | αγιοταφιτικό |
| γενική | του | αγιοταφιτικού | της | αγιοταφιτικής | του | αγιοταφιτικού |
| αιτιατική | τον | αγιοταφιτικό | την | αγιοταφιτική | το | αγιοταφιτικό |
| κλητική | αγιοταφιτικέ | αγιοταφιτική | αγιοταφιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγιοταφιτικοί | οι | αγιοταφιτικές | τα | αγιοταφιτικά |
| γενική | των | αγιοταφιτικών | των | αγιοταφιτικών | των | αγιοταφιτικών |
| αιτιατική | τους | αγιοταφιτικούς | τις | αγιοταφιτικές | τα | αγιοταφιτικά |
| κλητική | αγιοταφιτικοί | αγιοταφιτικές | αγιοταφιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγιοταφιτικός < αγιοταφίτ(ης) + -ικός. Δείτε και αγιοταφίτικος.
Επίθετο
αγιοταφιτικός, -ή, -ό
- (χριστιανισμός) άλλη μορφή του αγιοταφίτικος
- η Ιερά Αγιοταφιτική Αδελφότητα του Παναγίου Τάφου
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αγιοταφιτικός
|
Πηγές
- λήμμα αγιοταφιτικός - Γεωργακάς, Δημήτριος Ι. Ελληνο-αγγλικό Λεξικό - A Modern Greek-English Dictionary (MGED), Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, λήμματα 'Α' χ.χ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.